- καινόταφος
- καινόταφος, -ον (Α)(μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» — νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καινοτάφῳ — καινόταφος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)